- συναλλαγή
- η, ΝΜΑ [συναλλάσσω]νεοελλ.1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος2. αθέμιτη παροχή ανταλλαγμάτων για πολιτική ή άλλου είδους υποστήριξη («η εκλογή του έγινε αντικείμενο συναλλαγής»)3. στον πληθ. οι συναλλαγέςεμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις μεταξύ προσώπων, επιχειρήσεων, κρατών (α. «εμπορικές συναλλαγές» β. «διεθνείς συναλλαγές»)4. φρ. α) «πράγματα εκτός συναλλαγής»(νομ.) πράγματα για τα οποία ο νόμος δεν επιτρέπει ή επιτρέπει εντελώς περιορισμένες έννομες σχέσεις, όπως είναι τα πράγματα κοινής χρήσεωςβ) «σποτ συναλλαγές»(οικον.) συναλλαγές κατά τις οποίες ένα νόμισμα ανταλλάσσεται κατευθείαν με ένα άλλομσν.-αρχ.1. συνδιαλλαγή, συμφιλίωση («ἡμῑν δὲ καλῶς, εἴπερ ποτέ, ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή», Θουκ.)2. αμοιβαία σχέση (α. «ἔν τε συμφοραῑς βίου ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῑς», Σοφ.β. «τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς», Κλήμ. Αλ.)αρχ.1. η τιμή τών εμπορικών συναλλαγών, το συνάλλαγμα2. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο3. επέμβαση, συνεργία («δόλοισιν ἢ νόσου ξυναλλαγῇ», Σοφ.)4. το αποτέλεσμα μιας επέμβασης («ποίας φανείσης... συναλλαγῆς», Σοφ.)5. συγγένεια ύλης6. στον πληθ. αἱ συναλλαγαίσυνθήκη ειρήνης7. φρ. «λόγων συναλλαγή» — οι αμοιβαίες εξηγήσεις με σκοπό τη συμφιλίωση.
Dictionary of Greek. 2013.